Μέσα απ΄τ σύδενδρο στην παγωνιά
δεξιά ξεπρόβαλε μία σκιά
το βήμα σέρνει και μουρμουρίζει...
ο αγέρας λύσσαξε τρελά μουγκρίζει.

Σφίγγει απάνω του μ΄αργό το χέρι
ένα παμπάλαιο τρύπιο κουρέλι.
Σαν μια προσπάθεια να ζεσταθεί
στο ξεροβόρι σαν ν΄αντισταθεί.

Τα ρούχα μαύρα , μα λευκή η ψυχή
σιγά κι ασίγαστα μιά προσευχή
τα χείλη λέγουνε μα κι η καρδιά
κι η αγαλλίαση σκιρτά βαθιά

Έρημος , άοικος , πτωχός μοναχός
ακτήμων πλούσιος (μικρός σοφός) άλλης ζωής.
Οικήτωρ μόνιμος τών ουρανών
και παρεπίδημος αυτής της γής.

Τι τον κρατάει στα χαμηλά,
μήπως επίγεια καμμιά χαρά~
Και σαν θα σκύψεις τα χείλη  σιμά
θ αφουγκραστείς να λέγουν ,
και να λέγουν ξανά
δυό λέξεις μοναχά,
αργά καθαρά,
μα πονεσιάρικα κι όλο χαρά
κι είν όλο δύναμη -μικρή ευχή-
τα χείλη φλέγονται σαν τα κινεί.

Μ΄αυτή  ΄ναι σίγουρα που τον κρατά
εδώ τον πάμφτωχο στην ερημιά
αυτή τον τρέφει, αυτή θαλπωρή,
αυτή ανάσα του, αυτή τροφή.

Κι αν τον ακούσεις είν΄μιά μικρή,
απλή και σύντομη λιτή ευχή.
Καλεί τον Κύριο Ιησού Χριστόν
να ελεήσει αμαρτωλόν.

(αντιγραφή από το περιοδικό Ρωμνιός