Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2014

Πρωτοπρ. Διονύσιος Τάτσης, Διαστρεβλωτές και φωτοσβέστες


Διαστρεβλωταὶ καὶ φωτοσβέσται
Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση
ΔΕΝ λείπουν καὶ στὴν ἐποχή μας οἱ κληρικοὶ καὶ οἱ λαϊκοὶ θεολόγοι, οἱ ὁποῖοι στὴν προσπάθειά τους νὰ ἐμφανιστοῦν σύγχρονοι καὶ μοντέρνοι, αὐθαιρετοῦν σὲ θέματα πίστεως καὶ χριστιανικῆς διδασκαλίας. Ἀφαιροῦν ὅ,τι δὲν τοὺς ἀρέσει ἢ ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ σύγχρονη νοοτροπία τῶν κοσμικῶν ἀνθρώπων καὶ προσθέτουν ὅ,τι δικαιολογεῖ τὴ χαλάρωση τῶν ἠθικῶν ἀρχῶν, ἰδίως σὲ θέματα σαρκικῶν ἀπολαύσεων καὶ φιληδονίας. Τοὺς βλέπεις νὰ συζητοῦν δημοσίως, ἀκόμα καὶ στὴν τηλεόραση καὶ νὰ διατυπώνουν ἀπαράδεκτες θεωρίες, οἱ ὁποῖες στηρίζονται σὲ ἐπιστημονικὰ δεδομένα καὶ ὄχι στὸ λόγο τοῦ Εὐαγγελίου. Νομίζει κανεὶς ὅτι ντρέπονται νὰ μιλήσουν γιὰ ἁγνότητα, ἐγκράτεια, ἠθικὴ ζωή, ἄσκηση κ.λπ. Διατυπώνουν ὑψηλὲς θεωρίες, ποὺ δὲν ἔχουν καμία σχέση μὲ τὶς δυνατότητες τῶν ἀνθρώπων. Μιλοῦν γιὰ ὑπερβάσεις, γιὰ θέωση καὶ συγχρόνως ἀνέχονται φοβερὰ ἁμαρτήματα, ὅπως τὴν πορνεία, τὴν ὁμοφιλοφυλία, τὴ φιλοχρηματία, τὴν ὑπερηφάνεια κ.ἄ. Δηλαδή, φτάνουν στὸν οὐρανὸ χωρὶς πνευματικὰ φτερά!

Οἱ νεωτεριστὲς κληρικοὶ καὶ θεολόγοι καταστρέφουν τοὺς πιστούς, ποὺ τοὺς ἐμπιστεύονται καὶ ἡ εὐθύνη τους γι᾽ αὐτὸ εἶναι πολὺ μεγάλη. Οἱ ἴδιοι βέβαια, ἀρνοῦνται κάτι τέτοιο καὶ ἐπικαλοῦνται τοὺς ἐπιστημονικούς τους τίτλους, τὴ θητεία τους σὲ ξένα Πανεπιστήμια, τὴν πλούσια ἐμπειρία τους καὶ τὴν εὐλογία ποὺ ἔχουν ἀπὸ μεγαλόσχημους τῆς Ἐκκλησίας καὶ φημισμένους Γέροντες. Ὅμως ἀγνοοῦν αὐτοὶ οἱ ἀξιοσυμπάθητοι κοσμικοὶ κληρικοὶ καὶ θεολόγοι, ὅτι τὸ περιεχόμενο τῆς πίστης καὶ ἡ χριστιανικὴ ἠθικὴ εἶναι μὲ σαφήνεια διατυπωμένα ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες καὶ δὲν χρειάζεται ὁ δικός τους στοχασμός, γιὰ νὰ τὰ κατανοήσουμε. Οὔτε καὶ μᾶς συγκινεῖ ἰδιαίτερα, γιατὶ δεχόμαστε ἀνεπιφύλακτα τὸ λόγο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ὅτι δηλαδὴ «εἶναι φανερὴ ἔκπτωση ἀπὸ τὴν πίστη καὶ ὑπερηφάνεια, ὅταν κάποιος ἀφαιρεῖ κάτι ἀπὸ ὅσα ἔχουν γραφεῖ ἢ προσθέτει κάτι ποὺ δὲν ἔχει γραφεῖ».
Ὑπάρχει καὶ κάτι ἄλλο σχετικὸ μὲ τὸ θέμα μας, τὸ ὁποῖο πολλὲς φορὲς ξεχνοῦμε. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος τὸ ἐπισημαίνει: «Κανένα ὄφελος δὲν ἀκολουθεῖ, ἂν ἔχουμε καθαρὴ ζωή, ἀλλὰ δόγματα διεφθαρμένα, καθὼς καὶ τὸ ἀντίθετο, νὰ ἔχουμε δηλαδὴ δόγματα καλά, ἐὰν ἡ ζωή μας εἶναι διεφθαρμένη».
Ὅλα τὰ ἐπιχειρήματα τῶν νεωτεριστῶν διαστρέφουν τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία καὶ ὑποθάλπτουν τὴν ἁμαρτωλὴ ζωή, ἂν δὲν παρακινοῦν κι ὅλας σὲ αὐτή. Μποροῦν οἱ πνευματικοὶ αὐτοὶ πατέρες καὶ καθοδηγητὲς νὰ μᾶς περιγράψουν τὸν νέο πνευματικὸ ἀγώνα, ποὺ πρέπει νὰ ἀκολουθήσουμε, ἀφοῦ ὁ παλαιὸς ἔχει ξεπεραστεῖ; Μποροῦν νὰ μᾶς μιλήσουν γιὰ τὸ στόχο του, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ μέσα, ποὺ θὰ χρησιμοποιήσουμε; Μὲ τὰ ἐρωτήματα αὐτὰ δὲν πιστεύω ὅτι θὰ τοὺς πείσω σὲ κάτι. Εἶναι ἐπίμονοι καὶ θρασεῖς καὶ θὰ τολμήσουν νὰ ἐπικαλεστοῦν καὶ ἀββάδες τοῦ Γεροντικοῦ, γιὰ νὰ ἐμφανίσουν τὸ μαῦρο ἄσπρο, στηριζόμενοι στὸ γράμμα τῶν διδαχῶν τους καὶ ἀρνούμενοι τὸ ἀσκητικό τους πνεῦμα, ἢ γενικεύοντας κάποια ἐξαίρεση καὶ οἰκονομία, ποὺ κάποτε ἔγινε σὲ μερικὰ πρόσωπα.
Θὰ κλείσω τοῦτο τὸ ἄρθρο μὲ ἕνα λόγο τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου: «Κανεὶς ἀπὸ ἐμᾶς δὲν θὰ κριθεῖ, γιατὶ δὲν ἔβγαλε δαιμόνια, γιατὶ δὲν εἶχε πρόγνωση, ἀλλὰ καθένας θὰ κριθεῖ, ἐὰν τήρησε τὴν πίστη καὶ φύλαξε γνήσια τὶς ἐντολὲς καὶ παραδόσεις».
Ορθόδοξος Τύπος, 28/02/2014
το βρήκαμε εδώ

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, ΣΥΝΑΣΚΗΤΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ (28 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ)




«Ο όσιος Βασίλειος έζησε επί της βασιλείας Λέοντος του εικονομάχου. Άφησε τον κόσμο και τα εν τω κόσμω κι έγινε μοναχός. Κι αφού ασκήθηκε πρώτα με τρόπο θεάρεστο, ύστερα, όταν άρχισε η μάχη κατά των αγίων εικόνων, αντιστάθηκε δυνατά στους εικονομάχους. Αποτέλεσμα ήταν να συλληφθεί και να υποστεί πολλές τιμωρίες, αλλά δεν υποχώρησε. Αντιθέτως, κήρυσσε την αλήθεια μέχρι θανάτου, έχοντας ως σύμμαχο και τον θείο Προκόπιο τον Δεκαπολίτη. Γι’ αυτόν τον λόγο και ξέσχισαν με σιδερένια νύχια όλο το σώμα του και τον τράχηλό του και τον έριξαν στη φυλακή. Έτυχε όμως και πέθανε ο τύραννος, οπότε ο όσιος ελευθερώθηκε. Κι από τη φυλακή βγαίνοντας, συνέχισε τον ίδιο τρόπο ζωής. Προετοίμαζε και καθοδηγούσε πολλούς στον δρόμο της αρετής και επανέφερε τους πλανηθέντες στην ορθόδοξη πίστη, μέχρις ότου με χαρά και με ευχαριστία εκδήμησε προς τον Θεό, τον Οποίο ποθούσε από βρέφους».  


Πάντοτε η ασκητική παράδοση της Εκκλησίας μας προβάλλει ως τρόπο ζωής κάτι που προκαλεί τη λογική του κοσμικού μη εν Θεώ ζώντος ανθρώπου, έστω κι αν χαρακτηρίζεται επιφανειακά χριστιανός: ότι δηλαδή η εγκράτεια ως περιορισμός των σαρκικών ηδονών αποτελεί την τρυφή του πιστού, η πτωχεία ως συνειδητή επιλογή συνιστά τον πλούτο του, η ακτημοσύνη ως άρνηση κατοχής οιωνδήποτε υλικών πραγμάτων, κυρίως δε εσωτερικής δέσμευσης σε αυτά, είναι η μεγάλη περιουσία του, η ταπείνωση είναι ο έπαινός του. Κι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο χριστιανός αγωνίζεται κατά του κεντρικού πάθους του ανθρώπου, της φιλαυτίας με όλα τα παρακλάδια της: της φιληδονίας, της φιλαργυρίας, της φιλοδοξίας, ώστε να τη μεταστρέψει και να την κάνει φιλοθεΐα και φιλανθρωπία. Δηλαδή κτυπά τα πάθη του με τις αντίστοιχες αρετές, ώστε μεταστρέφοντας με τη χάρη του Θεού τη φιλαυτία σε φιλοθεΐα και φιλανθρωπία, να βρει  το σημείο συντονισμού του με τη χάρη του Θεού. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το ζητούμενο πάντοτε είναι ο ίδιος ο Θεός και η χάρη Του στη ζωή του ανθρώπου και το μόνο σημείο που ο άνθρωπος βρίσκει όντως τον Θεό είναι η αγάπη. Από την άποψη αυτή δεν δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε ό,τι στο Γεροντικό για παράδειγμα διαβάζουμε για οσίους μας, που έλεγαν: «Πηγαίνω όπου υπάρχει κόπος και εκεί βρίσκω ανάπαυση».
Το παραπάνω σκεπτικό επισημαίνουμε και στην ασκητική ζωή του οσίου Βασιλείου. Ο υμνογράφος μας καθοδηγεί και μας λέει: «Επιθύμησες την πάνω από τον ανθρώπινο νου μακαριότητα του Θεού, γι’ αυτό και θεώρησες, θεσπέσιε, την εγκράτεια ως τρυφή σου, την πτωχεία ως πλούτο σου, την ακτημοσύνη ως μεγάλη περιουσία, την ταπείνωση ως έπαινό σου» («Της μακαριότητος της υπέρ νουν ορεγόμενος, ελογίσω, θεσπέσιε, τρυφήν την εγκράτειαν, την πτωχείαν πλούτον, την ακτημοσύνην περιουσίαν δαψιλή, και ευδοξίαν την μετριότητα») (στιχηρό εσπερινού).  Με άλλα λόγια κανείς δεν μπορεί να συναντηθεί αληθινά με τον Θεό, να νιώσει ζωντανή μέσα του τη χάρη του Πνεύματός Του, έχοντας μέσα του ενεργό το πάθος του εγωισμού με τα παρεπόμενά του. Κι από την άποψη αυτή καταλαβαίνει και την ευλογία της περιόδου της Σαρακοστής, που δίνει πάμπολλες αφορμές ελέγχου των ψεκτών παθών μας και μεταστρέψεώς τους σε ένθεα πάθη, δηλαδή σε αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο.
Ο άγιος υμνογράφος Θεοφάνης, εκτός βεβαίως από την ασκητική διαγωγή του οσίου Βασιλείου, τονίζει σε αρκετούς ύμνους του κανόνα του και την ιδιαίτερη άθληση του οσίου στο θέμα των αγίων εικόνων. Η εποχή του οσίου Βασιλείου αυτό κυρίως αντιμετώπιζε, τη χριστολογική αίρεση των εικονομάχων με την τεράστια πολεμική που είχαν εξαπολύσει κατά των ορθοδόξων,  και εκεί αθλήθηκε ο όσιος: και με τη διδασκαλία του, αλλά και με το μαρτύριό του, από το οποίο πήρε και τον χαρακτηρισμό του ομολογητή. Ο υμνογράφος λοιπόν, συνθεωρώντας μαζί με τον όσιο Βασίλειο και τον μαθητή αυτού Προκόπιο Δεκαπολίτη (27 Φεβρουαρίου), σημειώνει κάτι πολύ ωραίο για τον αγώνα τους αυτόν υπέρ των αγίων εικόνων: σέβονταν οι όσιοι τις εικόνες, γιατί κρατούσαν όρθιο το κατ’ εικόνα Θεού της ψυχής τους. Η τιμή που απένειμαν δηλαδή στις εικόνες της Εκκλησίας μας ήταν η συνέχεια της τιμής που έδιναν στην εικόνα του Θεού μέσα στην καρδιά τους. Κι αυτό σημαίνει: αυτός που έχει ανοικτά τα μάτια της ψυχής του και βλέπει με σεβασμό τον χαρισματικό εαυτό του, τον αναγεννημένο από τη χάρη του Θεού στην Εκκλησία διά του αγίου βαπτίσματος και των λοιπών μυστηρίων, αυτός και μόνον μπορεί να στέκεται σωστά και απέναντι στις εικόνες, οι οποίες αισθητοποιούν τη ζωντανή παρουσία του Χριστού, της Παναγίας, των αγίων μέσα στην Εκκλησία μας. Συνεπώς κατά αντίστροφο τρόπο: οι πολέμιοι των εικόνων, αυτοί που ισχυρίζονται ότι πρόκειται περί «ειδωλολατρικών» πραγμάτων, είναι οι ίδιοι που πρώτα από όλα έχουν γκρεμίσει μέσα τους την εικόνα του Θεού και την αληθινή εικόνα και του ανθρώπου. «Τηρήσατε με ευσέβεια το κατ’ εικόνα της ψυχής, όσιοι, γι’ αυτό και αθληθήκατε στο μαρτύριο, σεβόμενοι την άχραντη εικόνα του Χριστού» («Τηρήσαντες ευσεβώς το κατ’ εικόνα της ψυχής, όσιοι, την του Χριστού άχραντον σέβοντες εικόνα ηθλήσατε» (ωδή γ΄).
Ο άγιος Θεοφάνης δεν φείδεται ύμνων, προκειμένου να προβάλει, όπως είπαμε, τη συνάθληση με τον όσιο Βασίλειο και του μαθητή του, οσίου Προκοπίου. Όχι ένας ή δύο, αλλά έξι ύμνοι μέσα στον κανόνα μιλούν για τον μαθητή, τον σύναθλο, τον σύμπνοο, τον ισόρροπο του οσίου Βασιλείου Προκόπιο. Για παράδειγμα: «Πέτυχες, πάτερ, τον συναθλητή και έμφρονα στρατιώτη, που πρόκοβε πάντοτε στις αρετές, μαζί με τον οποίο με χαρά αγωνίστηκες στο μαρτύριο της σταθεράς άθλησης» («Συνάθλου και στρατιώτου έμφρονος, Πάτερ, επέτυχες, ταις αρεταίς προκόπτοντος αεί μεθ’ ου χαίρων, πανόλβιε, της σταθηράς αθλήσεως διηγωνίσω το μαρτύριον») (ωδή α΄)∙ «Έχοντας την επωνυμία της ουράνιας βασιλείας, πορεύτηκες την οδό που οδηγεί σ’ αυτήν, αφού βρήκες σύμπνοο, δηλαδή ομόψυχο και ομόπιστο τον Προκόπιο» («Βασιλείας ως επώνυμος ουρανίου, την προς αυτήν απάγουσαν οδόν επορεύθης, σύμπνοον ευράμενος Προκόπιον») (ωδή δ΄). Γιατί ο ιδιαίτερος αυτός τονισμός; Χωρίς να αναφέρει επ’ αυτού κάτι ο άγιος Θεοφάνης, προφανώς έχει υπόψη του αυτό που ο λόγος του Θεού πάντοτε σημειώνει: «Αδελφός υπ’ αδελφού βοηθούμενος ως πόλις οχυρά», ο αδελφός όταν βοηθείται από αδελφό είναι σαν οχυρωμένη πόλη. Γιατί αν συμβεί οποιοδήποτε στραβοπάτημα, ο άλλος θα σπεύσει αμέσως σε βοήθεια. Γι’ αυτό «ουαί τω ενί». Αλίμονο στον ένα.

ΚΥΡΙΕ ΜΑΘΕ ΜΕ ΝΑ ΠΡΟΣΕΥΧΟΜΑΙ. ΕΛΑ ΕΣΥ Ο ΙΔΙΟΣ ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΝΑ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣΑΙ.

1Αγίου Φιλαρέτου Μόσχας

Κύριε, δεν ξέρω τι να ζητιανέψω από Εσένα.
Μόνον Εσύ γνωρίζεις τι μου χρειάζεται.


Συ με αγαπάς περισσότερο από όσο εγώ ξέρω να αγαπώ τον εαυτό μου.
Κύριέ μου, δώσε στο δούλο Σου εκείνο που ούτε να ζητήσω δεν μπορώ. Δεν τολμώ να σού ζητιανέψω ούτε απαλλαγή από πάθη, ούτε αρετές, ούτε απόλαυση χάριτος, παρά μόνο στέκομαι μπροστά Σου με την καρδιά μου ανοιχτή απέναντί Σου.
Συ βλέπεις τις ανάγκες που εγώ δε βλέπω, κοίταξέ με και πράξε κατά το έλεός Σου. Χτύπησε και θεράπευσε, ρίξε με και ανύψωσέ με. Πάλλομαι και σιωπώ μπροστά στην άγια θέλησή Σου και μπροστά στις κρίσεις Σου για μένα. Προσφέρω τον εαυτό μου ως θυσία προς Εσένα. Δεν υπάρχει μέσα μου άλλη επιθυμία παρά μόνο να εκπληρώσω το θέλημά Σου.
Μάθε με να προσεύχομαι. Έλα Εσύ ο Ίδιος μέσα μου να προσεύχεσαι. Αμήν…
πηγή

Νέος Αρχιερατικός Επίτροπος στο νησί της Ιθάκης.

Με απόφαση του Σεβασμιωτάτου Ποιμενάρχου μας, Μητροπολίτου Λευκάδος και Ιθάκης κ. Θεοφίλου, καθήκοντα Αρχιερατικού Επιτρόπου της νήσου Ιθάκης από 1η Μαρτίου 2014 αναλαμβάνει ο Αιδεσιμ. Πρεσβύτερος π.Χριστόδουλος Τριλίβας . Ο π. Χριστόδουλος είναι έγγαμος κληρικός και εφημέριος  του Ιερού Προσκυνήματος Αγίου Ραφαήλ Ιθάκης επί 25 συναπτά έτη.

Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2014

ΟΥΚ ΕΞΟΥΣΙΑΣΘΗΣΟΜΑΙ ΥΠΟ ΤΙΝΟΣ π.ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ ΜΟΥΡΤΖΑΝΟΣ


Οι άνθρωποι συχνά διαπιστώνουμε ότι φανερώς ή αφανώς εξουσιαζόμαστε. Άλλοι άνθρωποι, τα πάθη  και οι αδυναμίες μας, οι δυνάμεις της κοινωνίας που καθορίζουν τον τρόπο ζωής όλων, άρα αμέσως ή εμμέσως και τον δικό μας, διότι είναι αδύνατον να μην επηρεαστεί κάποιος, καθώς ζούμε στον κόσμο, βλέπουμε ότι δεν είμαστε τόσο ελεύθεροι ή καθόλου ελεύθεροι, μολονότι θα το θέλαμε.  Ποιος είναι όμως ο τρόπος αντίδρασής μας απέναντι στις μορφές εξουσίας που συναντούμε στη ζωή μας;
Αν επιχειρούσαμε να κάνουμε αυτοκριτική και να δούμε αληθινά τον εαυτό μας θα διαπιστώναμε ότι συνήθως τρεις είναι οι αντιδράσεις μας. Η συνήθεια και ο συμβιβασμός, ο θυμός και η οργή, η απόπειρα αυτοκαθορισμού. Ανάλογα με την αντίδραση διαμορφώνεται η πορεία της ζωής μας. Την ίδια στιγμή, κοντά μας διαμορφώνεται και η πορεία της ζωής των άλλων ανθρώπων του περιβάλλοντός μας, του άμεσου και του ευρύτερου, καθώς, όσο κι αν δεν το υποψιαζόμαστε, ένας άνθρωπος προβληματίζει, αλλάζει ή παθητικοποιεί σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό τον κόσμο στον οποίο ζει. 
Η ευκολότερη αντίδραση έναντι της κάθε λογής εξουσίας είναι η συνήθεια. Είτε δεν αντιλαμβανόμαστε την επίδραση της εξουσίας επάνω μας, είτε νιώθουμε ότι δεν επαρκούν οι δυνάμεις μας να αντισταθούμε σ’ αυτήν, είτε απολαμβάνουμε τα κάποια λίγα προνόμια που χάρις στην εξουσία μας παραχωρούνται και τα οποία μας εξασφαλίζουν μία επαρκή για τα δεδομένα μας ζωή, όλα αυτά μας κάνουν να αφηνόμαστε στις επιδράσεις της. Για παράδειγμα, τα πάθη τα οποία επιδρούν επάνω μας είτε δεν αντιλαμβανόμαστε την πνευματική τους υφή, καθώς η πίστη μας δεν είναι τόσο ισχυρή, είτε τα θεωρούμε ανθρώπινες αδυναμίες, που δικαιολογούνται ακριβώς γιατί είμαστε άνθρωποι, είτε τα βαφτίζουμε στοιχεία του χαρακτήρα μας, για τα οποία δεν μπορούμε ή δεν χρειάζεται να κάνουμε κάτι, είτε αφηνόμαστε στη λογική της εποχής μας, η οποία τα θεωρεί δικαίωμα και τα αποθεώνει, μας καθιστούν ανθρώπους εμπαθείς, όμως συνηθίζουμε να ζούμε υπό την εξουσία τους και συμβιβαζόμαστε μ’ αυτά. Το ίδιο συμβαίνει και με τους άλλους ανθρώπους, είτε τους οικείους, είτε τους φίλους, είτε τους εργοδότες μας, είτε εκείνους που διαμορφώνουν την ιδεολογία της εποχής. Συνηθίζουμε να είμαστε άνθρωποι της εποχής μας. Άνθρωποι που δεν θέλουμε ρήξεις. Που μας αρκεί να έχουμε τον επιούσιο ή να αποφεύγουμε τα χειρότερα. Γιατί ίδιον της κάθε εξουσίας είναι ο φόβος για το τι μέλλει γενέσθαι  στην περίπτωση κατά την οποία δεν υπακούσουμε στον τρόπο της. Φόβος απώλειας της χαράς και της σταθερότητας. Απώλειας της κοινωνικής μας θέσης και της αποδοχής των άλλων. Φόβος μοναξιάς. Και έτσι ο φόβος συντηρεί τη συνήθεια.
Άλλοι οργιζόμαστε έναντι των όσων μας εξουσιάζουν.Διαπιστώνουμε ότι δεν είναι αυτό που θέλουμε για τη ζωή μας, ότι εμείς πλασθήκαμε να είμαστε ελεύθεροι και νιώθουμε ότι η εξουσία καταπιέζει ή πνίγει την προσωπικότητά μας. Της στερεί αληθινά τη χαρά και το νόημα. Κι ενώ οργιζόμαστε, όταν έρχεται η ώρα κατά την οποία καλούμαστε να πάρουμε τη ζωή στα χέρια μας, να δούμε ενώπιος ενωπίω τον εαυτό μας, να παλέψουμε να διορθώσουμε ό,τι μπορεί να διορθωθεί, ιδίως τον μέσα κόσμο μας, διαπιστώνουμε ότι ο κόπος είναι πολύς και το αποτέλεσμα αμφίβολο ή αδύνατο. Είτε δεν είμαστε έτοιμοι, είτε νιώθουμε μόνοι και αβοήθητοι είτε παγιδευόμαστε στα αδιέξοδα τα οποία η εξουσία συνεχώς φροντίζει να μας υπενθυμίζει, παραμένουμε οργισμένοι, αλλά και ανέτοιμοι να αντιδράσουμε για να αλλάξουμε. Έτσι θυμώνουμε και με τον εαυτό μας, κατακρίνουμε τους πάντες και τα πάντα, αλλά δεν τολμούμε. Ιδίως σε ό,τι αφορά στα πάθη μας, πολλές φορές διαπιστώνουμε ότι λειτουργούν καταστροφικά για τη ζωή μας, αλλά η μετάνοια και η ανάληψη του πνευματικού αγώνα δεν είναι στις προτεραιότητές μας. Ίσως γιατί έχουμε πεισθεί για την παντοδυναμία τους.
Υπάρχει και μία τρίτη αντίδραση. Είναι η απόπειρα αυτοκαθορισμού. Είναι εκείνη η υγιής απόφαση να «έρθουμε εις εαυτόν» (Λουκ. 15, 17) και να μην αφήνουμε τη ζωή μας έρμαιο της εκάστοτε εξουσίας. Να μην συνηθίσουμε, να μην συμβιβαστούμε, να μην παραιτηθούμε, ούτε να διοχετεύσουμε την αγωνία μας σε μία οργή ή έναν θυμό χωρίς αντίκρισμα, αλλά να αναλάβουμε βήμα-βήμα τον αγώνα να καθορίσουμε εμείς τι θέλουμε από τον εαυτό και τη ζωή μας. Και να ζητήσουμε βοήθεια. Πρωτίστως επιστρέφοντας εκεί που είναι βέβαιο ότι μας αγαπούνε, όχι γιατί έχουν να κερδίσουν κάτι από εμάς, αλλά γιατί μας νιώθουν παιδιά τους. Να αναγνωρίσουμε με ταπείνωση ότι υποταχτήκαμε σε εξουσίες αλλότριες της χαράς και της αγάπης. Όμως ότι δεν εγκαταλείψαμε την κριτική μας δυνατότητα, ούτε τη θέλησή μας να είμαστε ελεύθεροι. Και εν μετανοία να εργαστούμε. Με οποιοδήποτε κόστος. Όχι με μία τυφλή επαναστατικότητα και την αίσθηση ότι εμείς είμαστε το κέντρο του κόσμου. Αλλά με εμπιστοσύνη σ’ εκείνους που γνωρίζουμε ότι είναι οι οδοδείκτες της μεγάλης αλλαγής: αυτής της νίκης κατά των παθών, της νίκης κατά του κόσμου της ηττοπάθειας, του συμβιβασμού, της φιληδονίας, της φιλαυτίας.  
Μόνο στην Εκκλησία και στη ζωή της υπάρχει η δυνατότητα του αληθινού αυτοκαθορισμού. Γι’ αυτό και ο απόστολος Παύλος αναφωνεί: «ουκ εξουσιασθήσομαι υπό τινός» (Α’ Κορ. 6, 12). Το παράδοξο είναι ότι ο αυτοκαθορισμός έρχεται όχι γιατί το εγώ μας το επιβάλλει με τις δυνάμεις του, αλλά γιατί εμπιστευόμαστε: τη σχέση με το Θεό ως Πατέρα μας στο πρόσωπο του Χριστού. Τη σχέση με εκείνους που πριν από εμάς έδειξαν και έζησαν την αλήθεια του να είμαστε ελεύθεροι από τα πάθη χάρις στον πνευματικό αγώνα και την μετάνοια. Δηλαδή τους Αγίους και τους πνευματικούς μας πατέρες. Τον τρόπο της αγάπης προς όλους, που μπορεί να φαίνεται αδύναμος και ανίσχυρος, αλλά στην ουσία μας λυτρώνει από την δύναμη του κακού, καθώς το καθιστά ανήμπορο να διαλύσει την πίστη μας. Την αγάπη που μας κάνει να βρίσκουμε τρόπους υπέρβασης της συνήθειας και μας βοηθά να ανανεώνουμε ποιοτικά τις ανθρώπινες σχέσεις. Την αγάπη που ελέγχει άμεσα και έμμεσα όλους εκείνους που αδικούν την κοινωνία και τον πλησίον. Την αγάπη που μας κάνει να υπερβαίνουμε συμφέροντα, φόβους, μάταιους θυμούς και να γινόμαστε αληθινοί επαναστάτες. Αυτοί που οριζόντια δίνουμε μαρτυρία ζωής, χωρίς να ματαιοπονούμε κάθετα έναντι των ισχυρών και κάθε εξουσίας. Γιατί αν δεν νικήσουμε τις εντός μας εξουσίες, καμία αλλαγή δεν μπορεί να έχει ουσία. Διότι δεν θα κρατήσει, καθώς θα καταπνιγεί από τα ανθρώπινα πάθη.
Αυτή την θριαμβευτική φωνή του αποστόλου «ουκ εξουσιασθήσομαι υπό τινος» ας την ξαναβάλουμε στη ζωή μας. Και ας την ακολουθήσουμε στην πορεία της Εκκλησίας και στην δική μας εντός της. Είναι η μοναδική γνήσια ελπίδα αλλαγής και αντίστασης. Γιατί στηρίζεται στη βοήθεια του Χριστού και στην εν Χριστώ πορεία.   Αυτή που λείπει από τη ζωή του κόσμου. Ας μην λείψει τουλάχιστον από τη δική μας.

Κέρκυρα, 16 Φεβρουαρίου 2014  

Eκοιμήθη ο Θεόδωρος Ιω. Μανωλάτος,πατέρας του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λευκάδος και Ιθάκης κ. Θεοφίλου

Από την Ιερά Μητρόπολη Λευκάδος και Ιθάκης γίνεται γνωστό οτι εκοιμήθη εν Κυρίω ο Θεόδωρος Ιω. Μανωλάτος, πατέρας του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λευκάδος και Ιθάκης κ. Θεοφίλου.
Η εξόδιος Ακολουθίαθα ψαλεί στη γενέτειρα του εκλιπόντος, το νησάκι Κάλαμος Λευκάδος και στον Ιερό Ναό Αγίας Τριάδος Καλάμου, την Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014 και ώρα 2.00΄ μ.μ.

Από το λιμάνι του Μύτικα Αιτωλοακαρνανίας θα αναχωρήσει πλοιάριο στις 1.00΄ μ.μ. της Κυριακής 16/2.

Αντί στεφάνων, παράκληση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου και των οικείων του είναι, προς όσους επιθυμούν, να ενισχύσουν τα κοινωφελή Ιδρύματα της Ιεράς Μητροπόλεως Λευκάδος και Ιθάκης (Γηροκομείο, Γενικό Φιλοπτώχο Ταμείο).

Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2014

Σκάσε, επί τέλους νά λές συνεχώς "Δόξα Σοι, ό Θεός"!




Πρωτ. Στέφανου Αναγνωστοπούλου

            Πρίν από χρόνια, όταν ήμουν εφημέριος στον ιερό Ναό του Αγίου Βασιλείου Πειραιώς, μ' έκάλεσαν νά εξομολογήσω εκτάκτως, κατόπιν δικής του επιθυμίας, ένα νέο άνδρα, 42 ετών, του οποίου τό όνομα, ήτο Ξενοφών.

            Όταν πήγα, ήταν σέ κακή κατάστασι. Ό καρκίνος μέ τίς ραγδαίες μεταστάσεις τόν είχε προσβάλλει καί στό κεφάλι. Οι μέρες του μετρημένες. Ήταν μόνος στον θάλαμο, τό διπλανό κρεββάτι ήταν άδειο, κι έτσι βρεθήκαμε μόνοι μας. Καί μου είπε τά έξης, γιά τό πως πίστεψε, αφού υπήρξε, όπως τό τόνισε, "σκληρός άθεος" καί άπιστος.

            «Ήλθα έδώ πρίν άπό 35 περίπου μέρες, σαυτό τό δωμάτιο των δύο κλινών. Δίπλα μου ήταν ήδη κάποιος άλλος άρρωστος, μεγάλος στην ηλικία, 80 περίπου ετών. Αυτός ό άρρωστος, πάτερ μου, παρά τους φοβερούς πόνους πού είχε στά κόκκαλα -εκεί τόν είχε προσβάλει ό καρκίνος- συνεχώς αναφωνούσε "Δόξα Σοι, ό Θεός! Δόξα Σοι, ό Θεός!..." Στή συνέχεια έλεγε καί πολλές άλλες προσευχές, πού εγώ ό άνεκκλησίαστος καί άθεος τίς άκουγα γιά πρώτη φορά. Κι όμως, πολλές φορές μετά άπό τίς προσευχές του ηρεμούσε -κι έγώ δέν ξέρω μέ ποιόν τρόπο- καί τόν έπαιρνε γλυκύτατος ύπνος. "Υστερα άπό δυό-τρεις ώρες ξυπνούσε άπό τους αφόρητους πόνους, γιά νά ξαναρχίση καί πάλιν "το Χριστέ μου, Σ ευχαριστώ! Δόξα στό όνομα Σου!...Δόξα Σοι, ό Θεός!...Δόξα Σοι, ό Θεός!..."

            Εγώ μούγκριζα άπό τους πόνους, κι αυτός ό συνασθενής μου, μέ τους αφόρητους πόνους, δοξολογούσε τόν Θεό. Εγώ βλαστημούσα τόν Χριστό καί τήν Παναγία, κι αυτός μακάριζε τόν Θεό, Τόν ευχαριστούσε γιά τόν καρκίνο πού του έδωσε καί τους πόνους πού είχε. Τότε εγώ αγανακτούσα όχι μόνο άπό τους πόνους τους φρικτούς πού είχα, άλλα καί γιατί έβλεπα αυτόν, τόν συνασθενή μου, νά δοξολογή συνεχώς τόν Θεό. Αυτός έπαιρνε σχεδόν κάθε μέρα "τήν Θεία Μεταλαβιά" κι έγώ ό άθλιος ξερνούσα άπό αηδία.

            - Σκάσε, επί τέλους. σκάσε επί τέλους νά λές συνεχώς "Δόξα Σοι, ό Θεός"! Δέν βλέπεις πώς Αυτός ό Θεός, πού έσύ Τόν δοξολογείς, Αυτός μας βασανίζει τόσο σκληρά; Θεός είναι αυτός; Δέν υπάρχει. Όχι! δέν υπάρχει...

            Καί αυτός μέ γλυκύτητα απαντούσε: 'Υπάρχει, παιδί μου, υπάρχει καί είναι στοργικός Πατέρας, διότι με την αρρώστια καί τους πόνους μας καθαρίζει άπό τίς πολλές μας αμαρτίες. Όπως αν ασχολιόσουν μέ καμμιά σκληρή δουλειά, όπου τά ρούχα σου και τό σώμα σου θά βρωμούσαν κυριολεκτικώς, θά χρειαζόσουν μία σκληρή βούρτσα γιά νά καθαριστής καλά, κι έσύ καί τό σώμα σου καί τά ρούχα σου, κατά τόν ίδιο τρόπο καί ό Θεός χρησιμοποιεί τήν αρρώστια σάν ευεργετικό καθαρισμό της ψυχής, γιά νά τήν προετοιμάση γιά τή Βασιλεία των ουρανών.

            Οι απαντήσεις του μ' εκνεύριζαν ακόμη περισσότερο καί βλαστημούσα θεούς καί δαίμονες. Δυστυχώς οι αντιδράσεις μου ήσαν αρνητικές, μέ τό νά φωνάζω: -Δέν υπάρχει Θεός.,.Δέν πιστεύω σέ τίποτα...Ούτε στον Θεό οϋτε ο αυτά τά «κολοκύθια» πού μου λές περί Βασιλείας του Θεού σου...Θυμάμαι τίς τελευταίες του λέξεις:
            -Περίμενε καί θά δής μέ τά μάτια σου πώς χωρίζεται ή ψυχή άπ' τό σώμα ενός χριστιανού πού πιστεύει. Είμαι αμαρτωλός, αλλά τό έλεος Του θά μέ σώση. Περίμενε, θά δής καί θά πιστέψεις!

            Καί ή μέρα αυτή έφθασε. Από τό νοσοκομείο θέλησαν νά βάλουν ένα "παραβάν", όπως ήταν καθήκον τους, αλλά έγώ διαμαρτυρήθηκα. Τους είπα "όχι, γιατί θέλω νά δω πώς αυτός ό γέρος θά πεθάνει!!!".

            Τόν έβλεπα λοιπόν νά δοξολογή συνεχώς τόν Θεό. Πότε έλεγε κάποια "Χαίρε" γιά τήν Παναγία, πού αργότερα έμαθα ότι λέγονται "Χαιρετισμοί". Κατόπιν σιγοέψαλλε τό "Θεοτόκε Παρθένε", τό "Άπό των πολλών μου αμαρτιών...", τό "Άξιον έστι", κάνοντας συγχρόνως καί πολλές φορές τό σημείο του σταυρού.

            Σήκωσε κάποια στιγμή τά χέρια του καί είπε: "Καλώς τόν Άγγελο μου! Σ΄ ευχαριστώ, πού ήλθες μέ τόση λαμπρά συνοδεία νά παραλάβεις τήν ψυχή μου. Σ΄ ευχαριστώ!... Σ΄ ευχαριστώ!..." Ανασηκώθηκε λίγο, ξανασήκωσε τά χέρια του ψηλά, έκαμε τό σημείο του σταυρού, σταύρωσε τά χεράκια του στό στήθος του καί έκοιμήθη!

            Ξαφνικά τό δωμάτιο πλημμύρισε άπό φώς, λές καί μπήκαν μέσα δέκα ήλιοι καί περισσότεροι, τόσο πολύ φωτίστηκε τό δωμάτιο! Ναί, έγώ ό άπιστος, ό άθεος, ό υλιστής, ό "ξιπασμένος", ομολογώ ότι όχι μόνον έλαμψε τό δωμάτιο άλλα καί μιά ωραιότατη μυρωδιά απλώθηκε σ'αύτό, ακόμη καί σέ ολόκληρο τόν διάδρομο, καί μάλιστα όσοι ήσαν ξυπνητοί καί μπορούσαν, έτρεχαν εδώ κι εκεί, γιά νά διαπιστώσουν άπό που ήρχετο ή παράξενη αυτή μυρωδιά.

            "Ετσι, πάτερ μου, πίστεψα, γι' αυτό καί φώναξα γιά Εξομολόγο ύστερα άπό τρεις ημέρες. Τήν άλλη μέρα όμως, τά βαλα μέ τους δικούς μου, την μάνα μου καί τον πατέρα μου, ύστερα με τά δύο μεγαλύτερα αδέλφια μου, μέ τη γυναίκα μου, μέ τους συγγενείς καί τους φίλους, καί τους φώναζα καί τους έλεγα:
            - Γιατί δέν μου μιλήσατε ποτέ γιά τόν Θεό, τήν Παναγία καί τους Αγίους; Γιατί δέν μέ οδηγήσατε ποτέ στην 'Εκκλησία; Γιατί δέν μου είπατε ότι υπάρχει Θεός καί υπάρχει καί θάνατος καί κάποτε αυτη ή ψυχή θά χωρισθή από τό σώμα γιά νά δώση τόν λόγο της; Γιατί μέ σπρώξατε μέ τήν συμπεριφορά σας στην αθεΐα καί στον μαρξισμό; Εσείς μέ μάθατε νά βλαστημώ, νά κλέβω, νά απατώ, νά θυμώνω, νά πεισμώνω, νά λέω χιλιάδες ψέματα, νά αδικώ, νά πορνεύω...

            Εσείς μέ μάθατε νά είμαι πονηρός, καχύποπτος, ζηλιάρης, λαίμαργος, φιλάργυρος καί κακός. Γιατί δέν μου διδάξατε τήν αρετή; Γιατί δέν μού διδάξατε τήν αγάπη; Γιατί δέν μου μιλήσατε ποτέ γιά τόν Χριστό; Γιατί;... Από αυτή τή στιγμή μέχρι πού νά πεθάνω, θά μου μιλάτε μόνο γιά τόν Θεό, τόν Χριστό, τήν Παναγία, τους 'Αγγέλους, τους 'Αγίους. Γιά τίποτε άλλο.
            Ηρχοντο οι δικοί μου, οι συγγενείς, φίλοι, γνωστοί, καί τους ρωτούσα τόν καθένα χωριστά ή όλους μαζί: -"Εχετε νά μου πείτε κάτι σημαντικό γιά τόν Θεό; διότι Αυτόν θά συναντήσω! Λέγετε..... Εάν δέν ξέρετε, νά μάθετε. Οί μέρες περνάνε κι εγώ θά φύγω. Καί σ' ένα - δυό επισκέπτες: - Άν δέν ξέρης ή αν δέν πιστεύης, νά φύγης!...

            Τώρα πιστεύω μέ όλη μου τήν καρδιά, καί θέλω νά εξομολογηθώ όλες τίς
αμαρτίες μου άπό μικρό παιδί...»
            Ήτο σταθερός καί αμείλικτος μέ τό παλαιό εαυτό του ό Ξενοφών. Καί τό έλεος του Θεού ήταν μεγάλο, πολύ μεγάλο! Εξομολογήθηκε μέ ειλικρίνεια, κοινώνησε δυό-τρεις φορές καί υστέρα άπό πάλη μερικών ημερών μέ τόν καρκίνο, έφυγε εν πλήρη μετάνοια, μέ ζέουσα τήν πίστι, ειρηνικά, όσιακά, δοξολογώντας κι' αυτός τόν Θεό.

Από το βιβλίο του Πρωτοπρεσβυτέρου πατρός Στεφάνου Κ. Αναγνωστόπουλου:



«ΓΝΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΒΙΩΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ»  σελ. 36,37 & 38

πηγή  το είδαμε εδώ   πηγή μας εδώ

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΜΑΡΤΙΝΙΑΝΟΣ (13 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ)



«Ο όσιος αυτός καταγόταν από την Καισάρεια της Παλαιστίνης. Ξεκίνησε την ασκητική του ζωή όταν ήταν δεκαοκτώ ετών, ζώντας στις ερημιές και τα όρη. Όταν είχε περάσει στην αναχώρηση είκοσι πέντε έτη μαζί με πολλούς άλλους, δέχτηκε και έναν τέτοιο πειρασμό από τον πονηρό. Κάποια πόρνη δηλαδή που εμφανίστηκε  σαν πτωχή γυναίκα, έφτασε στο όρος όπου ζούσε ο άγιος. Και αφού βράδιασε, έκλαιγε με αναφιλητά, διότι δήθεν έχασε τον δρόμο και θα γινόταν τροφή για τα θηρία, γι’ αυτό και παρακαλούσε τον όσιο να την δεχθεί μέσα στο κελί του και να μη κατασπαραχθεί από τα δόντια αυτών. Αυτός τότε (διότι ήταν αδύνατο να την αφήσει έξω), της είπε να περάσει μέσα, ενώ ο ίδιος προχώρησε στα εσώτερα του κελιού. Το πρωί ο όσιος βλέποντας τη μεταβολή της εμφάνισής της (διότι φορούσε ιμάτια, με τα οποία στολίστηκε τη νύκτα), ρωτούσε να μάθει ποια ήταν και για ποιο λόγο πήγε εκεί; Αυτή τότε του είπε με αναίδεια «εξαιτίας σου». Κι αφού έλεγξε με κακία την ασκητική του διαγωγή και πρόσθεσε ότι και όλοι οι Δίκαιοι κατά την Παλαιά Διαθήκη βρέθηκαν με γυναίκες, τον προσκαλούσε να συνευρεθούν. Αυτός όμως, ελαφρά ταραγμένος αλλά έχοντας ήδη υπό έλεγχο και υπακοή τον εαυτό του, και εξετάζοντας πώς, αν διαπράξει τούτο, θα κρυφτεί από τη θεία χάρη, πριν να πέσει σε αμαρτία, ήδη σηκώθηκε. Τι έκανε λοιπόν; Έβαλε φωτιά σε πλήθος από ξερά κλαδιά  και μπήκε στο μέσο, νουθετώντας  τον εαυτό του και λέγοντας: «Αν μπορείς να υποφέρεις τη φωτιά της γέεννας, αφού ποθείς την αισχρή ηδονή, υπάκουσε στη γυναίκα και πήγαινε μαζί της». Αφού κατέφλεξε έτσι τον εαυτό του και ταπείνωσε το ξεσήκωμα της σάρκας του, και τη γυναίκα που σωφρονίστηκε από όσα είδε την έστειλε σε μοναστήρι, και ο ίδιος, γιατρεμένος με τη χάρη του Θεού από τις πληγές της φωτιάς, με την καθοδήγηση ενός ναύκληρου, πήγε σε ένα ξερονήσι, που απείχε από τη γη μιας ημέρας οδό. 
Σ’ αυτό έμεινε επί δέκα χρόνια, παίρνοντας τροφή από τον ναύκληρο. Πάλι όμως σηκώθηκε και έφυγε από εκεί, όταν κάποια κοπέλα που γλύτωσε από ναυάγιο πάνω σε μία σανίδα, έφτασε κοντά του. Και την μεν κοπέλα την τράβηξε να βγει ο όσιος, αυτός όμως έφυγε και από εκεί, λέγοντας ότι δεν μπορεί να υπάρξει συμφωνία χορταριού και φωτιάς. Οδηγήθηκε μάλιστα στην ξηρά, πάνω σε δελφίνια. Έπειτα από εκεί διάβηκε από χώρες και πόλεις και έχοντας ως σύνθημα το «Φεύγε, Μαρτινιανέ, μη σε προφθάσει πειρασμός» (διότι έτσι αποφάσισε να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του), έφτασε στην Αθήνα. Μόλις πήγε εκεί, εκδήμησε προς τον Κύριο, ενώ αξιώθηκε ένδοξης ταφής από τον επίσκοπο και όλο τον λαό. Λέγεται δε και για τις γυναίκες, ότι η μεν πρώτη που πήγε από το όρος σε μοναστήρι και έζησε εκεί, αξιώθηκε να κάνει θαύματα, η δε άλλη ότι έμεινε υπομονετικά στο ξερονήσι μέχρι το τέλος της ζωής της, ντυμένη με ανδρικά ρούχα που της τα έφερε ο ναύκληρος. Τελείται η σύναξή του στο σεπτό Αποστολείο του αγίου και κορυφαίου των αποστόλων Πέτρου, που βρίσκεται δίπλα στη αγιότατη Μεγάλη Εκκλησία».

Ο όσιος Μαρτινιανός αποτελεί κλασική περίπτωση νέου ανθρώπου που απεφάσισε να αφιερωθεί στον Κύριο από αγάπη προς Αυτόν. Κι αυτός, όπως πλειάδα παρομοίων περιπτώσεων, αποτελεί την εμπροσθοφυλακή της Εκκλησίας και δίνει το στίγμα της καθαρής πορείας προς Εκείνον. Δεν είναι δυνατόν όμως να ακολουθεί κανείς τον Χριστό, χωρίς να αγωνίζεται για την υπέρβαση των παθών του – «τα πάθη χάλκινο τείχος είναι, που με εμποδίζουν από τον Θεό» κατά την γνωστή έκφραση του αββά του Γεροντικού – χωρίς δηλαδή να ασκεί βία διά παντός πάνω στη δεχομένη επιρροές δαιμονικές ανθρώπινη ύπαρξή του. Ο ίδιος ο Κύριος με απόλυτο και οριστικό τρόπο το αποκάλυψε: «Η βασιλεία του Θεού βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν». Γι’ αυτό και έκτοτε έτσι ορίστηκε ο αληθινός χριστιανός, τύπος του οποίου αποτελεί ο αφιερωμένος στον Θεό μοναχός: Ως «βία φύσεως διηνεκής», μία διαρκής άσκηση βίας πάνω στα αμαρτωλά φρονήματα του ανθρώπου. Μία διαφορετικού τύπου πορεία, μία πορεία ζωής δηλαδή χωρίς ασκητική διαγωγή, είτε στον κόσμο είτε εκτός, συνιστά, κατά τον απόστολο Παύλο, αδόκιμη πορεία: δεν οδηγεί προς τον Χριστό. «Υποπιάζω μου το σώμα και δουλαγωγώ, μήπως άλλοις κηρύξας, αυτός αδόκιμος γένωμαι»: Ταλαιπωρώ το σώμα μου και το καθιστώ δούλο, μήπως πάω να κηρύξω σε άλλους, ενώ ο ίδιος βρεθώ αδόκιμος. Ακριβώς τούτο τονίζει και ο άγιος Θεοφάνης ο υμνογράφος για τη σημερινή περίπτωση του οσίου Μαρτινιανού. «Μόνασες – σημειώνει – και ανέλαβες τον σταυρό σου, όσιε, γιατί πόθησες, με τη νέκρωση των παθών του σώματός σου,  να ακολουθείς Αυτόν που υπέμεινε εκούσια για χάρη σου Σταυρό και ταφή» («Μονάσας και τον σταυρόν σου, όσιε, αναλαβόμενος, τω δια σε εκούσιον Σταυρόν και ταφήν υπομείναντι, ακολουθείν επόθησας, πάθη νεκρώσας τα του σώματος») (ωδή α΄).  

Πάνω στα ανθρώπινα ψεκτά πάθη, τη φιληδονία δηλαδή, τη φιλαργυρία και τη φιλοδοξία, που πηγάζουν από τη ρίζα της αμαρτίας φιλαυτία ή εγωισμό, δουλεύει και ο διάβολος. Ο διάβολος δεν γνωρίζει επακριβώς, αλλ’ υποψιάζεται, λόγω της μακροχρόνιας εμπειρίας του, το ποια πάθη ιδιαιτέρως μας ταλαιπωρούν. Και αυτά αντιστοίχως τροφοδοτεί. Ρίχνει τα δολώματά του κι ό,τι πιάσει. Κι εκείνους που κατεξοχήν προσβάλλει είναι οι αφιερωμένοι στον Θεό, οι μοναχοί. Αυτούς προσπαθεί να καταβάλει – όχι βεβαίως ότι αφήνει τους άλλους τους εν τω κόσμω -  χωρίς να καταλαβαίνει ο δυστυχής ότι με τον τρόπο αυτό τους προξενεί στεφάνια νίκης, αφού έτσι κυρίως, μέσα από τους πειρασμούς και τις δοκιμασίες, ανεβαίνει ο πιστός την κλίμακα των αρετών. «Ποιος σε έμαθε να προσεύχεσαι;», ρώτησαν κάποια φορά έναν όσιο. Κι εκείνος πολύ απλά απάντησε: «Ο διάβολος. Με τις προσβολές του αναγκαζόμουν να βρίσκομαι διαρκώς σε ανάταση προς τον Θεό και να κραυγάζω να με βοηθήσει».  Με τις επιθέσεις του διαβόλου, τις συνεχείς οχλήσεις του, και μάλιστα πάνω στο πάθος της φιληδονίας, αγίασε κατεξοχήν και ο όσιος Μαρτινιανός. Ο Πονηρός υπενόησε ότι με το αρχαίο όπλο: τις δόλιες λαλιές της γυναίκας, θα ρίξει και τον άγιο του Θεού. Ό,τι με άλλα λόγια έπαθε ο προπάτορας Αδάμ, να παρακούσει τον Θεό,  γιατί παρασύρθηκε από τα λόγια της Εύας, το ίδιο θα πάθαινε και ο Μαρτινιανός. Αλλά βεβαίως στην περίπτωση του οσίου απατήθηκε πλάνην οικτράν. Ο άγιος με έξυπνο τρόπο απέφυγε τον πειρασμό και προχώρησε σε αγιότητα. «Με δόλιες λαλιές της γυναίκας – γράφει ο άγιος Θεοφάνης -  σου επιτέθηκε ο δυσμενής όφις, όπως παλιά στον Προπάτορα. Αλλά με τη σοφή σου σκέψη καταργήθηκαν τα σοφίσματά του» («Δολίαις γυναικός λαλιαίς σοι προσέβαλεν, ως τω Προπάτορι πάλαι, δυσμενής ο όφις αλλ’  επινοία τη σοφή σου, κατηργήθη αυτού τα σοφίσματα») (ωδή ς΄).

Ο όσιος βεβαίως με τη χάρη του Θεού νίκησε τον πειρασμό. Αλλά η νίκη του αυτή ήταν επώδυνη. Ρίχτηκε στην αισθητή πυρά, για να γλιτώσει από τη νοητή, την αποστροφή του προσώπου του Θεού. Κι έτσι, μας λέει ο υμνογράφος μας, αναδείχτηκε και σε δικαστή του εαυτού του και σε μάρτυρα. Χωρίς να δικαστεί από άλλους, σαν τους υπόλοιπους μάρτυρες της Εκκλησίας μας, χωρίς να τον ρίξουν σε φωτιά, εκείνος μόνος του και έκρινε τον εαυτό του και τον καταδίκασε σε φωτιά. Και βγήκε νικητής και στεφανωμένος. «Με τη θέλησή σου χρημάτισες μάρτυρας και δικαστής και κατήγορος του εαυτού σου. Διότι επειδή φλεγόσουν από άτοπη ηδονή, άναψες για τον εαυτό σου, πάτερ, πολύ δυνατή φωτιά και τον έριξες στο μέσον της κατακαιόμενος» («Μάρτυς εθελούσιος και δικαστής και κατήγορος σεαυτού εχρημάτισας πυρί γαρ φλεγόμενος ηδονής ατόπου, πυράν λαυροτάτην, Πάτερ, ανάψας, σεαυτόν μέσον εισήξας κατακαιόμενος») (στιχηρό εσπερινού). Τι ήταν εκείνο που τον έκανε, έστω και υπό πειρασμόν, να νικήσει; Μας το εξηγεί ο άγιος Θεοφάνης: «μπήκες με προθυμία στη δημιουργημένη κι αυτή από τον Θεό φωτιά, γιατί είχες μέσα στην καρδιά σου τη θεϊκή φωτιά» («επέβης προθύμως τω ομοδούλω πυρί, το θείον πυρ εγκάρδιον έχων») (Δοξαστικό αποστίχων εσπερινού).

Ο όσιος Μαρτινιανός όμως εξυψώνεται ενώπιόν μας και ενώπιον όλων των γενεών ως τύπος συνετού και προσγειωμένου στην πραγματικότητα ανθρώπου. Θέλουμε να πούμε ότι ο όσιος δεν «πήρε θάρρος» από τη νίκη του αυτή. Δεν σκέφτηκε ότι όπως νίκησε τώρα, θα νικήσει και μετά. Αντίθετα: «τρόμαξε» με την πονηρία του διαβόλου και θέλησε να φύγει και από το όρος. Η καταφυγή του σε ξερονήσι, μακριά από την ξηρά, ήταν η νομιζόμενη από αυτόν λύτρωση: δεν θα ερχόταν καμία γυναίκα ή κανένας να τον υποβάλει σε πειρασμό. Κι έζησε εκεί με τρόπο που θυμίζει τις χίλιες ημέρες και τις χίλιες νύκτες πάνω σε βράχο του νεωτέρου και αγαπημένου Ρώσου οσίου Σεραφείμ του Σάρωφ: με ολοκληρωτική αναφορά στον Θεό, είτε σε ψύχος είτε σε καύσωνα. «Δεν χαυνώθηκε ο νους σου από το ψύχος κι ούτε φλέχτηκε η ψυχή σου από τον καύσωνα, ώστε να υποχωρήσεις έστω και για λίγο, θλίβοντας το σαρκίο σου. Αλλά υπέφερες, έχοντας κατά νου τη μακαριότητα των δικαίων» («Ου ψύχει χαυνούμενος τον νουν αλλ’ ουδέ καύσωνι ψυχήν φλεγόμενος όλως ενέδωκας θλίβων σου το σαρκίον αλλ’ υπέφερες την τοις δικαίοις εννοών μακαριότητα») (ωδή η΄).

 Έμαθε όμως ότι η πονηρία του Πονηρού δεν έχει όρια. Τα πάντα εφευρίσκει, πάντα βεβαίως με την παραχώρηση του Κυρίου – μη ξεχνάμε ότι ο διάβολος δεν είναι ανεξέλεγκτος, αλλ’ υπόκειται και αυτός στο θέλημα του Θεού: τον αφήνει να δρα, όσο διευκολύνει την παιδαγωγία του ανθρώπου – προκειμένου να πειράξει τον δούλο του Θεού. Κι όταν αντιμετωπίζει από το «πουθενά» νέο πειρασμό στο πρόσωπο μιας ναυαγισμένης κόρης, σηκώνεται και φεύγει, για να αποφασίσει εσαεί να είναι περιπλανώμενος. Πόσο προσγειωμένος πράγματι είναι! Τι εμπιστοσύνη να δείξει στον εαυτό του, όταν βλέπει ότι ακόμη βρίσκεται στον κόσμο τούτο; Όπως το έλεγε και ο Γέροντας των Αθηνών μακαριστός π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος: «το θέμα σαρξ τελειώνει με το θέμα πλαξ», δηλαδή όσο η πλάκα του τάφου δεν μας έχει κλείσει, δεν μπορεί κανείς να εμπιστεύεται τη σάρκα του, το ίδιο βλέπουμε στον όσιο Μαρτινιανό και σε κάθε άλλο βεβαίως άγιο. Κι ο υμνογράφος μας γι’ αυτό, δεν τονίζει μόνο τον αγώνα του απέναντι στην πρώτη γυναίκα, αλλά απέναντι και στη δεύτερη. Και τι ωραία τον παραλληλίζει με τον προφήτη Ιωνά: όπως εκείνος ρίχτηκε στη θάλασσα για να ησυχάσει αυτή, και θαλάσσιο κήτος τον έβγαλε στην ξηρά, έτσι και ο όσιος Μαρτινιανός, ρίχτηκε στη θάλασσα να ξεφύγει νέο πειρασμό, βγαίνοντας στην ξηρά πάνω κι αυτός σε θαλάσσια κήτη: τα νώτα των δελφινιών. «Κυβερνώμενος, Πάτερ, από το θεϊκό χέρι, σαν τον Ιωνά έριξες τον εαυτό σου στον βυθό της θάλασσας, όσιε, έχοντας ως όχημα τα θηρία και βγαίνοντας φωτισμένος στην ξηρά» («Υπό της θείας κυβερνώμενος, Πάτερ, χειρός, ώσπερ Ιωνάς απέρριψας σεαυτόν εις βυθόν θαλάσσης, όσιε, θηρσίν οχούμενος και τη χέρσω λαμπρός εκδιδόμενος») (ωδή ζ΄ ).

Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2014

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟY Υπό Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Αντινόης κ.κ. Παντελεήμονος

Ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός καλούσε τον λαό του Ισραήλ σε μετάνοια. «Μετανοείτε», έλεγε, διότι έφθασε ανάμεσά σας η Βασιλεία του Θεού.  Το κήρυγμά Του αποσκοπούσε την διόρθωση και τη σωτηρία του ανθρώπου.  Ο Θεός της αγάπης θέλησε να οδηγήσει τον αμαρτωλό άνθρωπο στην επίγνωση της αμαρτωλότητός του, στη συναίσθηση της ενοχής του και να τον οδηγήσει στη σωτηρία του.  Ο Θεός θέλει να σώσει όλους τους ανθρώπους.

            Γι’ αυτό στη σημερινή ευαγγελική περικοπή ο Κύριος παρουσιάζει δύο τύπους ανθρώπων.  Ο ένας θεωρείται σαν τον πιο αμαρτωλό τύπο της εποχής του.  Παίρνει το παράδειγμα του Τελώνου, τον πιο διαβεβλημένο άνθρωπο της ιουδαϊκής κοινωνίας και τον συγκρίνει μ’ έναν άλλο τύπο, τον Φαρισαίο.  Ο Κύριος θέλει να μας διδάξει το πόσο σημαντικό είναι το να έχουμε ειλικρινή μετάνοια και να προσευχόμαστε με τον σωστό τρόπο.  Και πράγματι, ο Τελώνης με ειλικρινή μετάνοια και συναίσθηση της αμαρτωλότητάς του, με βαθιά ταπείνωση στάθηκε σε κάποια γωνιά, σε κάποια απόσταση από τα άγια και με ταπεινό φρόνημα απευθύνει στον Κύριο έξι μόνον λέξεις, που ήσαν αρκετές για να του χαρίσουν την δικαίωσή του.

            Οι Τελώνες ήταν για τους Εβραίους αντιπαθητικοί, επειδή συνεργάζονταν με τους κατακτητές Ρωμαίους.  Εισέπρατταν τους φόρους και ζητούσαν όλο και περισσότερα από τους υπόδουλους συμπατριώτες των.  Επειδή είχαν πάντοτε μαζί τους Ρωμαίους στρατιώτες εκβίαζαν με σύλληψη όσους δεν ήθελαν να πληρώσουν. 

Γι’ αυτούς τους λόγους οι Τελώνες εθεωρούντο άδικοι, άρπαγες, εκβιαστές και ληστές.  Εθεωρούντο αμετανόητοι, αδιόρθωτοι, η οικογένειά τους ανέντιμη και η κάθε προσφορά τους προς τον Ναό ή η κάθε ελεημοσύνη τους απαράδεκτη.

Ο Τελώνης της σημερινής Ευαγγελικής περικοπής είχε ειλικρινή μετάνοια.  Είχε βαθιά λύπη και συντριβή για τα αμαρτήματά του, ταπείνωση και αυτό-εξουθένωση μπροστά στο Θεό και στους ανθρώπους.  Αυτά τον οδηγούν να σταθεί σε κάποια απόσταση από το θυσιαστήριο.  Αντίθετα, ο Φαρισαίος, που εθεωρείτο δίκαιος και ενάρετος, με καύχηση στάθηκε σε σημείο απ’ όπου όλοι θα μπορούσαν να τον δουν και ακούσουν.  Στάθηκε μπροστά στον εαυτό του, προσεύχεται όχι για να ακουστεί από το Θεό, αλλά για επιδειχθεί στους ανθρώπους.  Απέβλεπε να ελκύσει όχι το έλεος του Θεού, αλλά τον έπαινο των ανθρώπων.  Γι’ αυτό αντί να αισθανθεί μετάνοια για τα προσωπικά του λάθη, κυριεύεται από την αυτοδικαίωση και κατακρίνει τον συνάνθρωπό του.

Ο Τελώνης πλησιάζει με υπερβολική ταπείνωση, η οποία εκφράζεται όχι μόνον με τα λόγια, «ο Θεός ιλάσθητί μοι τον αμαρτωλόν», αλλά και με εξωτερικές κινήσεις και στάσεις του σώματός του.  Στέκεται μακριά απ’ όλους.  Κρατεί τα μάτια του χαμηλά. Χτυπάει το στήθος, σαν να κτυπούσε την καρδιά του.  Θεωρεί τον εαυτό του αμαρτωλό. Ακούει και τις κατηγορίες του Φαρισαίου και σκύβει περισσότερο το κεφάλι.  Δέχεται τις κατηγορίες σιωπηλά και συντρίβει την καρδιά του από ταπείνωση.

Η προσευχή του Τελώνη, γεμάτη από τα δάκρυα της μετανοίας, παρακαλεί τον Θεό του ελέους:  «Ο Θεός ιλάσθητί μοι, τω αμαρτωλώ»!  Πολυεύσπλαχνε Κύριε και Θεέ μου, δείξε και σε μένα το έλεός Σου.  Συγχώρησε τα πολλά αμαρτήματά μου.

Το αποτέλεσμα. Ο Φαρισαίος από την υπεροψία του καταδικάζεται για την αυτοδικαίωσή του, ενώ ο Τελώνης δικαιώνεται για την ευλάβεια και τη συναίσθηση των αμαρτιών του.

Στη σημερινή μας κοινωνία το παράδειγμα αυτών των δύο ευαγγελικών τύπων βρίσκει την ανάλογη ανταπόκριση στους χαρακτήρες των χριστιανών.  Διότι, πόσες φορές δεν σταθήκαμε με υπεροψία την ώρα της προσευχής πιστεύοντας ότι είμεθα οι καλύτεροι χριστιανοί;  Πόσες φορές αποφεύγαμε να πηγαίνουμε στην Εκκλησία, παρά μόνον Πάσχα και Χριστούγεννα;  Πόσες φορές προσπαθήσαμε να αυτοδικαιώσουμε τον εαυτό μας;  Πόσες φορές δεν αμαρτήσαμε και κατακρίναμε τον συνάνθρωπό μας;  Εάν όμως θέλομε να δικαιωθούμε από τον Θεό πρέπει να κατακρίνομε τον εαυτό μας.

Από σήμερα αρχίζει η εκκλησιαστική περίοδος του Τριωδίου.  Ας παραδειγματιστούμε από τη σωτήρια μετάνοια του Τελώνου και ας μάθουμε να στεκόμαστε μπροστά στο Θεό με ευλάβεια και συντριβή καρδίας.  Ας μετανοήσουμε για τα πολλά μας σφάλματα.  Ας μάθουμε να συγχωράμε τον συνάνθρωπό μας.  Ας μη κρατάμε κακίες, αλλά, ας μιμηθούμε την ευσπλαγχνία του Θεού.  Ο Κύριος είναι ελεήμων, μακρόθυμος και πολυέλεος και ευσπλαγχνίζεται όλους όσους καταφεύγουν σ’ Αυτόν.  Ας αποφύγουμε την κατάκριση για να βρούμε τη δικαίωση.

Η περίοδος αυτή είναι περίοδος μετανοίας.  Ας εκμεταλλευτούμε τις περιστάσεις για τη πνευματική μας ωφέλεια, ώστε να επιτύχουμε την εν Χριστώ σωτηρία μας προς δόξα του Αγίου μας Θεού.  Αμήν.

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΣΤΡΑΤΗΛΑΤΗΣ (8 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ)



«Ο άγιος Θεόδωρος έζησε κατά τους χρόνους του βασιλιά Λικίνιου (τις πρώτες δεκαετίες του 3ου μ.Χ. αιώνα). Καταγόταν από τα Ευχάϊτα, αλλά κατοικούσε στην Ηράκλεια του Πόντου. Υπερείχε από τους περισσοτέρους ως προς το κάλλος της ψυχής του, το μέγεθος του σώματος και τη δύναμη των λόγων. Όλοι, γι’ αυτό, προσπαθούσαν να αποκτήσουν τη φιλία του. Για τον ίδιο λόγο και ο Λικίνιος ήθελε πάρα πολύ να τον συναντήσει, μολονότι είχε ακούσει  ότι είναι χριστιανός και βδελύσσεται τους λεγόμενους θεούς. Έστειλε λοιπόν από τη Νικομήδεια μερικούς, του ιδίου αξιώματος με τον Θεόδωρο, και τους πρόσταξε να του φέρουν τον μάρτυρα με ευγενικό τρόπο. Όταν αυτοί επέστρεψαν λέγοντας ότι ο μακάριος Θεόδωρος έφερε ως αντίρρηση ότι πρέπει ο βασιλιάς μάλλον να έλθει μαζί με τους μεγαλύτερους από αυτόν θεούς, αμέσως ο βασιλιάς ήλθε στην Ηράκλεια.
Ο άγιος Θεόδωρος, ο οποίος προθυμοποιήθηκε να συναντήσει τον Λικίνιο μετά από νυκτερινό όραμα που του έστειλε ο Θεός, όταν πληροφορήθηκε ότι ο βασιλιάς πλησιάζει, ανέβηκε σε άλογο, τον συνάντησε και τον τίμησε όπως έπρεπε. Ο βασιλιάς τότε του έδωσε το δεξί του χέρι και χαιρέτισε τον Θεόδωρο πολύ θερμά. Εισήλθε έπειτα στην πόλη κι αφού κάθισε σε υψηλό βήμα, προέτρεπε τον μακάριο Θεόδωρο να προσφέρει στους δικούς του θεούς θυσία. Ο άγιος  ζήτησε να πάρει στο σπίτι του τα αγάλματα των επισημοτέρων θεών, να προσφέρει εκεί πρώτα τις προσευχές του, και έπειτα πάλι δημόσια να προσφέρει στους θεούς αυτούς σπονδές. Ο βασιλιάς συμφώνησε κι έδωσε εντολή  να του δοθούν τα χρυσά και τα αργυρά αγάλματα, ο άγιος τα έλαβε και κατά το μέσο της νύκτας τα συνέτριψε, τα έκανε μικρά κομμάτια και τα έδωσε στους ενδεείς και τους πένητες.
Την επομένη ημέρα, όταν ο Μαξέντιος ο Κομενταρήσιος είπε ότι είδε την κεφαλή της μεγάλης θεάς Αφροδίτης να περιφέρεται από κάποιον πτωχό, ο Λικίνιος διέταξε και αμέσως ο άγιος συνελήφθη από τη φρουρά του Λικινίου. Και πρώτα μεν τον ξέντυσαν, τον κράτησαν τεντωμένο τέσσερις, και τον κτύπησαν με μαστίγια από νεύρα βοδιών: επτακόσιες πληγές στην πλάτη, πενήντα στην κοιλιά, όπως και κτυπήματα με μολύβδινες σφαίρες στον αυχένα. Έπειτα τον έξυσαν μέχρι αίματος, τον κατέφλεξαν με λαμπάδες, και έτριψαν με όστρακα τις πρησμένες και καμμένες πληγές, οπότε τον έριξαν στη φυλακή, ασφαλίζοντας τα πόδια του σε ξύλινη μέγγενη.
Έμεινε χωρίς φαγητό και νερό στη φυλακή επί επτά ημέρες. Τον έβγαλαν πάλι και κάρφωσαν τα χέρια και τα πόδια του σε σταυρό, κι εκεί του πέρασαν περόνη από το κάτω μέρος του σώματος, που έφθασε μέχρι τα έγκατά του. Γύρω του στέκονταν και παιδιά, που τόξευαν τον άγιο στο πρόσωπο και τα μάτια, ενώ από τις βολές των βελών που κτυπούσαν τα μάτια, έπεσαν κάτω οι κόρες των οφθαλμών του. Άλλοι δε, έκοψαν τα γεννητικά του όργανα, κάνοντας εγκάρσιες τομές σ’ αυτά. Πέρασε τη νύκτα πάνω στο σταυρό και νόμισε ο Λικίνιος ότι είχε ήδη πεθάνει. Αλλά απατήθηκε. Διότι άγγελος Κυρίου τον έλυσε από τα δεσμά και έγινε ολόκληρος υγιής, και έψαλλε και ευλογούσε τον Θεό.
Το ξημέρωμα, απέστειλε ο Λικίνιος να σηκώσουν το σώμα του Μάρτυρα και να το ρίξουν στη θάλασσα. Όταν όμως έφθασαν οι απεσταλμένοι και είδαν τον άγιο να είναι ακόμη ζωντανός και όλος υγιής, πίστεψαν στον Χριστό, άνδρες περίπου ογδόντα πέντε στον αριθμό. Και μετά από αυτούς, άλλοι τριακόσιοι στρατιώτες, στους οποίους ηγείτο ο ανθύπατος Κέστης, που στάλθηκαν για να φονεύσουν τους πρώτους, και αυτοί πίστεψαν στον Χριστό. Όταν είδε ο Λικίνιος την πόλη αναστατωμένη, διέταξε να κοπεί η κεφαλή του αγίου. Στάθηκαν όμως τότε πάμπολλα πλήθη χριστιανών και εμπόδιζαν τους στρατιώτες. Μόλις λοιπόν ο άγιος τους ησύχασε και προσευχήθηκε στον Χριστό, του έκοψαν το κεφάλι και πήρε τέλος ο δρόμος του μαρτυρίου. Μετατέθηκε δε από την Ηράκλεια στα Ευχάϊτα, στο γονικό οίκημά του, καθώς ο μάρτυς είχε δώσει τις κατάλληλες εντολές από πριν στον γραμματέα του Αύγαρο. Ο Αύγαρος, που ήταν μαζί με τον άγιο καθ’ όλη τη διάρκεια του μαρτυρίου του, έγραψε το μαρτυρολόγιο του αγίου κατά πλάτος, δηλαδή και τις ερωτήσεις που του έθεσαν και τις απαντήσεις που έδωσε και τα ποικίλα είδη των βασανιστηρίων που πέρασε, και τις εκ Θεού φανερώσεις και βοήθειες».

Ο πυρπολημένος από θείο πόθο νους του αγίου Θεοδώρου αποτελεί το κλειδί που ερμηνεύει την καρτερία του στα τόσα βασανιστήρια που υπέστη, όπως βεβαίως και τη δύναμή του να υπερβεί πρώτα όλες τις προσφορές του ίδιου του βασιλιά. Απαιτείται να έχει κάποιος ολοκληρωτικά στραμμένο τον νου του στον Θεό, να φλέγεται από την αγάπη Εκείνου, για να μπορεί να περιφρονεί τη φιλία ενός βασιλιά, και μάλιστα με τέτοιες εξουσίες την εποχή εκείνη, και να καταφρονεί τα μαρτύρια που τσακίζουν το σώμα του ανθρώπου. Κι αυτό είναι το διαρκώς ζητούμενο από την Εκκλησία για τον πιστό άνθρωπο: όχι απλώς να τον περιορίσει με κάποιες εντολές και κανόνες – αυτό αποτελεί εξιουδαϊσμό της πνευματικής της ζωής – αλλά να τον προσανατολίσει στην αγάπη προς τον Θεό, την πρώτη και μεγάλη εντολή που έχει δώσει ο Θεός στον άνθρωπο. «Με πυρπολημένο τον νου από τον θείο πόθο, με γενναιότητα και μεγάλη τόλμη  προχώρησες στον θάνατο της φωτιάς» («τω γαρ θείω πόθω τον νουν πυρπολούμενος, του εν πυρί θανάτου γενναίως κατετόλμησας»), σημειώνει στο κάθισμα του όρθρου ο υμνογράφος του αγίου. «Ο πόθος σου προς τον Θεό διέγραψε κάθε εμπαθή σχέση με τα γήινα, παμμακάριστε, δηλαδή και την ηδονή της δόξας, τον πλούτο και την τρυφή, και το περιβόητο ύψος της αναγνώρισης από όλους» («Ο προς Θεόν πόθος σου πάσαν ημαύρωσε προσπαθείας ύλην, παμμακάριστε, δόξαν τερπνήν, πλούτον και τρυφήν, και περιφανείας το περιβόητον ύψωμα») (ωδή δ΄ ).

Ο υμνογράφος του αγίου Θεοδώρου Νικόλαος προβάλλει την ομορφιά του και το παράστημά του: ο άγιος Θεόδωρος ήταν «ωραίος νέος, με σπάνια ομορφιά, διακρινόμενος για το κάλλος της ψυχής και του σώματος». Αλλά η ομορφιά του ανθρώπου, κατά τον υμνογράφο, κάτι που βλέπουμε στους αγίους μας σαν τον σημερινό, έγκειται κατεξοχήν στην ομορφιά της ψυχής. «Η ομορφιά των αρετών τον έκανε ωραίο, κυρίως όμως στολιζόταν από τα στίγματα των μαρτύρων». («Νεανίας ωραίος, πανευπρεπής δέδειξαι, κάλλει καταλλήλως εμπρέπων, ψυχής και σώματος, ωραϊζόμενος των αρετών ευμορφία, και μαρτύρων στίγματι καλλωπιζόμενος» (ωδή γ΄). Πράγματι, για την πίστη μας, η ομορφιά του σώματος είναι ένα αγαθό, το οποίο όμως επειδή είναι φθαρτό δεν έχει πρωτεύουσα σημασία. Έρχονται τα γηρατειά κι αυτό που αποτελεί συνήθως καύχημα για τον έχοντα το αγαθό τούτο, εξαφανίζεται. Χωρίς να λάβουμε υπόψη πιθανούς τραυματισμούς, αρρώστιες που αλλοιώνουν τον άνθρωπο, ή και τον αφανίζοντα τα πάντα θάνατο. Η αληθινή ομορφιά έγκειται, όπως λέει για τον άγιο ο υμνογράφος, στην απόκτηση των αρετών. Όταν η ανθρώπινη ψυχή ντύνεται τις αρετές, όταν η χάρη του Θεού επισκιάζει τον άνθρωπο, τότε και ο πιο άσχημος εξωτερικά θεωρούμενος άνθρωπος αποκτά μία γλυκύτητα και μία «επιφάνεια» που γοητεύει και μαγνητίζει τους πάντες. «Καρδίας ευφραινομένης, πρόσωπον θάλλει» ακούμε να λέει επ’ αυτού ο λόγος του Θεού. Στον άγιο Θεόδωρο βεβαίως συνυπήρχαν και τα δύο στοιχεία: και το κάλλος του σώματος και το κάλλος της ψυχής. Για τον άγιο όμως η προτεραιότητα ήταν δεδομένη: το κάλλος της ψυχής. Και μάλιστα όχι μόνο με τις αρετές, αλλά κυρίως με τα βάσανα που υπέστη. Κι αυτό διότι προφανώς τον έβαζαν στα χνάρια του κατ’ εξοχήν «ωραίου κάλλει παρά πάντας ανθρώπους» Ιησού Χριστού.

Με το μαρτύριο του αγίου Θεοδώρου όμως έχουμε και ένα είδος  επιβεβαίωσης της αναστάσεως των σωμάτων που θα φέρει η Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου. Θέλουμε να πούμε ότι ο Κύριος δίνοντας τη χάρη Του δι’ αγγέλου να αποκαταστήσει το διαμελισμένο από τα βασανιστήρια σώμα του αγίου, να το ξανακάνει υγιές καθ’ ολοκληρίαν όπως ήτανε, πριν από την αποτομή της κεφαλής του, μας δίνει με μεγάλη ενάργεια μία εικόνα της εκ νέου δημιουργίας των σωμάτων που θα πραγματοποιήσει. Διότι υπάρχουν χριστιανοί οι οποίοι διερωτώνται: μα πώς τα διαλυμένα σώματα από τον θάνατο ή τα πυρπολημένα από τη φωτιά ή τα φαγωμένα από θηρία θα αναστηθούν; Και η απάντηση βεβαίως είναι απλή: ο Θεός θα προβεί σε μία νέα δημιουργία τους. Αυτός που «εξ ουκ όντων» δημιούργησε τα πάντα, ο Ίδιος και πάλι θα δημιουργήσει τα φθαρμένα και διαλυμένα. Κι εδώ ακριβώς, στο μαρτύριο του αγίου Θεοδώρου, παίρνουμε μία εικόνα αυτής της μελλοντικής δημιουργίας: με μία απλή ενέργειά Του, και μάλιστα δι’ αγγέλου Του, το σώμα αποκαθίσταται. «Φάνηκες νικητής, ολοκληρωτικά άρτιος, μετά τη σταύρωση και την κάθε άλλη αποκοπή των μελών σου  και  νέκρωση, συ που νίκησες τον κόσμο. Διότι ο Χριστός με το χέρι του αγγέλου σαν αρχηγός της ζωής, σου ξανάδωσε ζωή» («Νικηφόρος ωράθης, άρτιος ολόκληρος μετά την σταύρωσιν και την άλλην πάσαν  των μελών συγκοπήν τε και νέκρωσιν, ο νικήσας κόσμον∙ σε γαρ Χριστός χειρί αγγέλου, ως ζωής αρχηγός, ανεζώωσεν» (ωδή ε΄).